-
1 διάδοση
[-ις (-εως)] η1) распространение (заразы и т. п.); 2) перен. распространение (слухов); разглашение (чего-л.); 3) слух (преувеличенный или ложный); молва;ψευδής διάδοση — кривотолки;
αυτά είναι διάδόσεις — это только слухи
-
2 διάδοση
[диадоси] ουσ. Θ. распространение, разглашение,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διάδοση
-
3 διάδοση
[диадоси] ουσ θ распространение, разглашение. -
4 διάδοση
hearsayΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διάδοση
-
5 intisar
διάδοση, τύπωση -
6 sirayet
διάδοση, εξάπλωση, μετάδοση -
7 yaygınlaştırma
διάδοση, εξάπλωση -
8 hearsay
διάδοση -
9 распространение
-я ουδ.1. επέκταση• αύξηση•распространение власти επέκταση της εξουσίας•
распространение действия закона επέκταση της ισχύος του νόμου..
2. διάδοση, εξάπλωση•распространение новой теории διάδοση της νέας θεωρίας•
распространение слуха διάδοση φήμης•
распространение холода εξάπλωση του ψύχους•
получить -διαδίδομαι, ξαπλώνομαι.
-
10 нераспространение
нераспространение с: \нераспространение ядерного оружия η μη διάδοση των πυρηνικών εξοπλισμών* * *снераспростране́ние я́дерного ору́жия — η μη διάδοση των πυρηνικών εξοπλισμών
-
11 распространение
-
12 слух
-
13 распространение
распространениес ἡ διάδοση [-ις]/ перен ἡ ἐπέκταση [-ις], ἡ ἐξάπλωση [-ις]:\распространение слу́хов ἡ διάδοση φήμης' получить \распространение-διαδίδομαι· иметь большое \распространение εἶμαι δια· (δε)δομένος. -
14 распространение
1. (расширение круга действия) η διάδοση, ионосферное - радиоволн ιονοσφαιρική - των ραδιοκυμάτων 2. (напр. выводов, теории, положения) η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространение
-
15 распространённость
1. (наличие, встречаемость) η ύπαρξη 2. (изобилие) η αφθονία 3. (преобладание) η διάδοση, η επικράτηση 4. (масштаб) η έκταση, το μέγεθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространённость
-
16 глухцойая
глухцо́й||аяночь ἡ βαθειά νύχτα· \глухцойаяа́я пора́ ἡ νεκρή ἐποχή· \глухцойаяа́я стена́ ὁ τυφλός τοίχος· \глухцойаяа́я молва ἡ κρυφή διάδοση· быть \глухцойаяйм к просьбам κωφεύω στίς Ικεσίες·5. м ὁ κουφός, ὁ κωφός. -
17 молва
молваж ἡ φήμη:людская \молва ἡ διάδοση [-ις]· идет \молва, что... λέγεται (или διαδίδεται) ὁτι... -
18 насаждение
насаждени||ес1. (действие) ἡ φύ-τευση [-ις], ἡ φυτεία·2. перен ἡ ἐμφύτευση [-ις]. ἡ ἐπιβολή, ἡ ἐγκατάσταση [-ις] / ἡ εἰσαγωγή (введение)/ ἡ διάδοση, ἡ προ-παγάνδιση (распространение)·3. \насаждениеия мн.:зеленые \насаждениеня οἱ δενδροφυτείες. -
19 разглашение
разглашениес (тайны) ἡ κοινολόγηση, ἡ διάδοση [-ις]. -
20 слух
слухм1. ἡ ἀκοή/ τό αὐτί (музыкальный):острый \слух ἡ ὀξεϊα ἀκοή· хороший \слух τό καλό (μουσικό) αὐτί· плохой \слух τό κακό (μουσικό) αὐτί· играть по \слуху παίζω χωρίς νότες, παίζω μέ τ' αὐτί· резать \слух χτυπάω στ' αὐτιά, σπάω τ' αὐτιά, ἐρεθίζω τήν ἀκοή·2. (молва) ἡ φήμη, ἡ διάδοση[-ις]:по \слухам ὅπως διαδίδεται, ἀπ' ὅτι ἀκούγεται· я его́ знаю лишь по \слухам ἀκουστά τόν ἔχω, τόν γνωρίζω μόνο ἐκ φήμης· ходят \слухи, что... κυκλοφορεί ἡ φήμη, ὅτι..., φημολογείται, ὅτι..., διαδίδεται ὅτι...· ◊ он весь обратился в \слух τέντωσε τ' αὐτιά του, Εγινε ὅλος αὐτιά· -о нем ни \слуху ни духу γι ' αὐτόν ὁδτε φωνή ὁὔτε ἀκρόαση.
См. также в других словарях:
διάδοση — η (AM διάδοσις) μετάδοση, εξάπλωση, κοινολόγηση νεοελλ. ανεξακρίβωτη φήμη, πληροφορία, αδέσποτη είδηση αρχ. 1. παραχώρηση, διανομή, μοίρασμα 2. επικοινωνία 3. ανταλλαγή … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek